ΕΚθΕΣΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ

Έκθεση ζωγραφικής της Ομάδας “Ώχρα” που εκκινώντας απο την βυζαντινή ζωγραφική παράδοση επιχειρεί διαλόγους με σύγχρονες ζωγραφικές τάσεις.

Στην έκθεση συμμετέχουν με εικόνες και ζωγραφικά έργα τους τα μέλη της ομάδας. π. Σταμάτης Σκλήρης, Χριστίνα Δουληγέρη, Μαρία Πάνου, Νεκτάριος Μαμάης, Μπάμπης Πυλαρινός, Κώστα Λάβδας, Γιώργος Κόρδης, Γιαννούλης Λυμπερόπουλος.

Η ἐκθεση φιλοξενείται στο Κέντρο Τεχνών Μέτς και ξεκινάει επίσημα την Δευτέρα, 1η Ιουνίου με διάρκεια έως το Σάββατο 20 Ιουνίου.

Η επίσκεψη στην έκθεση θα γίνεται, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών της εποχής, κατόπιν συνεννοήσεως με το Κέντρο τεχνών Μέτς τις παρακάτω μέρες και ώρες.

Ωράριο λειτουργίας:
Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή: 18.00-21.00
Σάββατο: 11.00-15.00

Τηλέφωνο επικοινωνίας: 211.1134262 / 6945.280069

”Εξ ύδατος και γης” Ν ε κ τ ά ρ ι ο ς Μ α μ ά η ς

Λέξεις είναι μόνο 

 γραμμένες στο νερό.

                                                                                                           από την ταινία «Πάτερσον»

του Τζιμ  Τζάρμους

Γέννημα μιας μακράς όσο και επίπονης αναζήτησης, είναι η τελευταία ενότητα έργων του Νεκτάριου Μαμάη. Μια σειρά από ακουαρέλες που έχουν κυριολεκτικά ζυμωθεί από τον δημιουργό σε μικρά και μεγαλύτερα μεγέθη, καθώς και μια ενότητα μνημειακών έργων μεικτής τεχνικής που είναι η απόληξη αυτής της αναζήτησης, συνθέτουν την πρόταση με τίτλο «Εξ ύδατος και γης», προμηθεϊκό δάνειο από τον μυθογράφο Απολλόδωρο.  Με το υγρό και στέρεο στοιχείο ο Μαμάης πλάθει τις μορφές του. Σε αυτή τη συζυγία δεν τονίζεται απλώς ο τρόπος διαχείρισης των υλικών και της τεχνικής του ζωγράφου. Συνιστά μια μεταφορά που αφορά την ουσία της προβληματικής του καλλιτέχνη, το θέμα που τον απασχολεί με χαρακτήρα βαθιά υπαρξιακό.

«Εξ ύδατος» μας μεταφέρει ο Μαμάης μέσα από τις ακουαρέλες του (υδρόχρωμα και πενάκι) σε έναν υδάτινο κόσμο που απλώνεται στο Κέντρο Τεχνών «Μετς» σαν απόκοσμο ενυδρείο. Το νερό «γεννά» τις αγωνιώδεις φιγούρες του που είναι σχεδόν πάντα στο κέντρο της σύνθεσης. Έχουμε να κάνουμε με έναν κόσμο υπερπραγματικό, μεταφυσικό. Η τέχνη του  είναι από πρόθεση αφηγηματική, μα η αφήγησή της δεν υπακούει σε καμία τυπική νοηματική συνέχεια. Ο μύθος που αφηγείται ο καλλιτέχνης είναι ονειρικός, πολύ κοντά στον εφιάλτη. Το νόημα της αφήγησης αυτής έχεις την υποψία πως κλιμακώνεται σε κάποιο βάθος, μα δεν μπορείς να συλλάβεις τον συνειρμό του, γιατί δεν πάει προς μία μόνο κατεύθυνση. Ο θεατής καλείται να ερμηνεύσει το παιχνίδι τούτο με δικά του κριτήρια.

Ζωγράφος με σπάνια τεχνική κατάρτιση και με άμεσες ικανότητες σύλληψης του κόσμου του, ο Μαμάης είναι ένας μάστορας ζωγράφος. Κι έχει ένα σπάνιο προσόν: δεν επαναπαύεται σε όσα γνωρίζει, αλλά συνεχώς πειραματίζεται με νέα μέσα και τεχνικές. Δεν είναι μόνο δάσκαλος ο ίδιος, αλλά συνεχώς βάζει τον εαυτό του σε θέση μαθητή (με θητεία στην εικονογραφία και δάσκαλο τον Γ. Κόρδη, και στην ζωγραφική, αρχικά στην ομάδα του Γ. Ρόρρη, αργότερα στην ΑΣΚΤ με τους Τ. Πατρασκίδη και Α. Αντωνόπουλο).

Σίγουρα, το πρώτο στοιχείο που τραβά την προσοχή του ζωγράφου και με αυτό πασχίζει είναι το υδρόχρωμα. Το υλικό του δεν του δίνει απλώς τεχνικές δυνατότητες. Ο ίδιος έχει κατορθώσει να απλώσει με χρόνο και πολύ μόχθο το εύρος της τεχνικής, κατορθώνοντας να της δώσει νέα ματιέρα που άλλοτε φτάνει το χρώμα σε μια μοναδική εξαΰλωση κι άλλοτε του δίνει το αποτέλεσμα που έχουν άλλοι τρόποι, όπως η χαρακτική. Πρόκειται σαφώς για μία νέα διαπραγμάτευση της ακουαρέλας.

«Από την πρώτη στιγμή που ήρθα σε επαφή με το νερό, ένιωσα ότι με διακατέχει πλήρως» εξηγεί για την σχέση του με την υδατογραφία. Παρ’ όλα αυτά δεν την ορίζει σαν κάτι ακαριαίο και αυτόματο όπως συνήθως γνωρίζουμε από άλλους δημιουργούς. Όταν το αποτέλεσμα αρχίζει να του κεντρίζει την προσοχή, ο ίδιος ο δημιουργός προσπαθεί να το κατευθύνει. Όσο μπορεί, γιατί τα υλικά δεν πειθαρχούν. Αφήνει λοιπόν την εικόνα να πει αυτό που θέλει και ανάλογα την καθοδηγεί: «Στην πραγματικότητα, αυτό που με ενδιαφέρει είναι η περιπέτεια της ύλης και ειδικότερα των υλικών που συνδέονται με το υγρό στοιχείο».

Ο ζωγράφος ξεκινάει από μια αυτόματη γραφή κι αφήνει το ίδιο το υλικό να του χαρίσει μορφές. Κι ενώ παρασύρεται στην περιοχή της αφηρημένης τέχνης, αφήνεται ως ένα βαθμό με τρόπο οργανωμένο. Πορεύεται έτσι ζωγραφικά ανάμεσα στην παράσταση και την αφαίρεση. Η ματιέρα της ύλης τον καθοδηγεί και η πορεία του έχει δύο κατευθύνσεις. Στα περισσότερα εξ’ αυτών εμφανίζεται μία γυμνή ανδρική μορφή που άλλοτε αποσυντίθεται και τείνει να ξαναβρεί την σύνθεσή της κι άλλοτε ξεκινά ως πλήρης μορφή που πάει να αποσυντεθεί.

«Είναι ένα περιβάλλον φαντασιακό, που έχει να κάνει με τον άνθρωπο. Αυτός ο άνθρωπος μοιάζει να γεννιέται σε μία μήτρα. Το υγρό στοιχείο όπως ορίζεται από την μήτρα είναι συνήθως ένα περιβάλλον ασφυκτικό από το οποίο θέλει να ξεφύγει». Εύλογα τον ρωτάμε για τη φύση των δεσμών του: «Δεν μπορώ να το προσδιορίσω. Μπορεί να είναι η μήτρα της μάνας, μπορεί κάποιος από τους εαυτούς μας. Συχνά, φέρει και φτερά, χωρίς όμως να πετά. Είναι ένα ον που μεταμορφώνεται και μοιάζει σ΄αυτό με την πεταλούδα.  Αλλά και η πεταλούδα ως σύμβολο δεν δείχνει την ψυχή που φεύγει;».

«Εγώ μεγάλωσα σ’ αμνιακούς υδάτινους κόσμους» διαβάζω σε ποίημα που δίνει αντί περιγραφής των έργων, σε μία παραπάνω από φανερή προβολική ταύτιση με τις εμβρυακές μορφές του. Παρ΄όλα αυτά, εκπλήσσει όταν ισχυρίζεται ότι «η έννοια του εμβρύου ήρθε τυχαία. Δεν έκανα αυτά τα πράγματα επειδή θέλω να ξορκίσω ένα παιδικό τραύμα. Εκ των υστέρων διαπίστωσα ότι μέσα σε αυτά τα έργα επαναλαμβάνονται κάποια μοτίβα: της πεταλούδας, της σπονδυλικής στήλης ή των οστών που ζωγραφίζω επιμόνως. Επίσης, στον άνθρωπο που γεννιέται, δεν βλέπεις δέρμα, αλλά κάτω από το δέρμα. Δεν σχεδιάζω δηλαδή μια μορφή νατουραλιστική, αλλά την έσω μορφή του ανθρώπου» λέει. Ποιος είναι ο σκοπός αυτού του ανθρώπου; «ίσως αποζητά ένα κέντρο, ένα στήριγμα. Καθόλου τυχαίο που τις περισσότερες φορές παραπαίει∙ δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του».

 

Στις πυκνές του ακουαρέλες ο καλλιτέχνης εκφράζεται σίγουρα, χωρίς να καταργεί τίποτε, ούτε απ’ την ρευστότητα του υλικού του, ούτε από το απρόοπτο και το ποιητικό στοιχείο που συνυπάρχουν στα έργα του. Διηγείται το σκοτεινό του παραμύθι με δυνατή ζωγραφική αίσθηση  διατυπώνοντας τις μορφές του λες και θέλει να τις ξορκίσει από το δράμα τους. Η διατήρηση του περιγράμματος της φιγούρας είναι φανερό πως έχει νατουραλιστική καταγωγή. Ωστόσο εμπεριέχεται μέσα στο φόντο του έργου, που παύει να είναι ουδέτερο στοιχείο και γίνεται οργανικό μέρος του πίνακα καταλαμβάνοντας το βάρος που έχει η φιγούρα που περιβάλλει. Φιγούρα και φόντο συνομιλούν και ενίοτε αλληλοδιαχέονται. Κάποτε συναντάμε και έργα όπου το φόντο είναι μια πολύ πιο ανησυχητική χρωματική παρουσία σε σχέση με τη φιγούρα, που παραμένει ωστόσο κύριο θέμα. Μεστά ζωγραφισμένα έργα, όπου το χρώμα τυλίγει τα μέρη του έργου σε μία στέρεα ρυθμολογημένη σύνθεση. Ο Μαμάης σε αυτή την ενότητα έχει οδηγηθεί σε μια δική του ερμηνεία του χώρου, φτάνοντας στη διατύπωση ενός προσωπικού πλαστικού περιβάλλοντος.

Κι ενώ «ακτινογραφεί» σάρκινα τοπία μιας ανδρόγυνης μορφής, έργα σπλαχνικά που γεννιούνται μέσα στον ζωγραφικό σάκο, μας δίνει σαν φυσική εξέλιξη, μια σειρά από μεγάλα τοπία, όπου «πλάθει» κυριολεκτικά τα υλικά του: ακρυλικά, λάδι, αυγοτέμπερα, όλα σε μια μεικτή τεχνική.  Ένα πανδαιμόνιο που παρέχει στο θεατή ποικίλες όψεις ανάλογα με τον φωτισμό του έργου. Οι συνθέσεις αυτές  έχουν τον απόηχο των μεγάλων, μνημειακών πινάκων του Τέρνερ, μα είναι πιο πυκνά σα να έχει βάλει το χέρι του ο Γιάννης Σπυρόπουλος. Εδώ βεβαίως, περισσότερο ίσως από τις υδατογραφίες, ενδιαφέρει τον ζωγράφο η χρωματική του ύλη, το χρώμα, που γίνεται πρόσχημα και, εν τέλει, στόχος στο τελάρο. Κι είναι φυσικό το τοπίο να του δίνει περισσότερες δυνατότητες στην ανάπτυξη αυτών των επιδιώξεων.

Κείνο όμως που βαραίνει στη ζωγραφική πρόταση του είναι το αίσθημά του,  βαλμένο στην υπηρεσία του ανθρώπου. Είναι ανθρώπινος όχι μονάχα γιατί στα έργα του παρασταίνονται φιγούρες, μα γιατί υπάρχει και σαν δέκτης ένας άνθρωπος που πάσχει, που δονείται βαθιά και προσπαθεί να φτάσει την όποια δόνησή του πέρα από τα σχήματα που τον εγκλωβίζουν. Εκφράζει στη ζωγραφική του τα όρια μιας πλατιάς όρασης που δεν εξαντλείται στους μορφικούς του προβληματισμούς. Υπάρχει πάντα το ανθρώπινο νόημα που αρθρώνεται στις έντονες μορφές του, αξεδιάλυτα δεμένο με αυτές. Έτσι οι φιγούρες του που πάλλονται περιχαρακωμένες στα περιγράμματά τους, ζουν μια δραματική αγωνία κι ο θεατής αισθάνεται έντονα τον τρόμο του πλαστικού τούτου κόσμου του.

«Μιλώ για τον ίδιο τον άνθρωπο και για βαριές υπαρξιακές καταστάσεις. Το προσπαθώ όμως  με έναν απαλό τρόπο» εξομολογείται. Απαλός όπως το υλικό της ακουαρέλας συμπληρώνουμε. Κι όπως παλεύει με την βαθύτερη ουσία των υλικών του, έτσι επιχειρεί να βγάλει ένα ίχνος από την ίδια την ύπαρξη, πολύ κάτω από την επιφάνειά της. Γι’ αυτό και τα  έργα του δεν έχουν την τυπικότητα της ομορφιάς. Πέρα από το όμορφο αποζητά έναν αντίλαλο απ’ τον ανθρώπινο πόνο. Υπάρχει ένα βαθύ αίσθημα, αυτό το νιάξιμό του για τ’ ανθρώπινα, η αγάπη του για ό,τι κάνει το μυστήριο της ζωής, δηλαδή για την ίδια την ουσία της ζωής. Έτσι γεννιούνται τα έργα του: με μόχθο και απέραντη τρυφερότητα.

Ο Μαμάης, μια φωνή χαμηλόφωνη, αποτελεί μια σίγουρη κατάκτηση στη ζωγραφική μας, κυρίως γιατί πέρα από τις πλαστικές και πνευματικές αρετές του έργου, έχει μια καθαρά δική του διαμορφωμένη καλλιτεχνική προσωπικότητα. Η τέχνη του είναι αυστηρά προσανατολισμένη, δεν παρασύρεται από καινές τάσεις και δεν επιτρέπει στο εαυτό του καμία ευκολία, καμία συνθηκολόγηση με το έργο του. Είναι μια δουλειά ποιότητας με συνείδηση της πορείας της.

Γεννημένος στην Αθήνα το 1968, ο ζωγράφος Νεκτάριος Μαμάης διατηρεί το εργαστήριό του στον Άγιο Δημήτριο Αττικής. Σπούδασε Θεολογία στην Ανωτ. Εκκλ. Σχολή Αθηνών (1989-1992) και στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1992-1996). Αρχικά μαθήτευσε στο εργαστήριο «Εικονουργία» με δάσκαλο τον Γ. Κόρδη (1997-2000). Μετεκπαιδεύτηκε στην εικονογραφία (ΕΚΠΑ 2006) και είναι υπ. Διδ. του ΕΚΠΑ με θέμα «Το έργο του ζωγράφου – αγιογράφου Ράλλη Κοψίδη». Στη ζωγραφική μαθήτευσε στην ομάδα τέχνης «Σημείο» του Γ. Ρόρρη (2008-2011) και κατόπιν σπούδασε στην ΑΣΚΤ της Αθήνας (2011-2016) με δασκάλους τους Τ. Πατρασκίδη και Α. Αντωνόπουλο. Χαρακτική διδάχτηκε στο Κέντρο Χαρακτικής Αθηνών Pantolfini – Σιατερλή.

Από το 2000 διδάσκει ζωγραφική και εικονογραφία σε διάφορα κέντρα και μεγάλα ιδρύματα της Αθήνας. Παραδίδει σεμιναριακά μαθήματα στο «Εργαστήριο Εικονογραφικής Τέχνης» της Θεολογικής Σχολής Αθηνών και στο Κέντρο Τεχνών «ΜΕΤΣ». Παράλληλα με την καλλιτεχνική του διδασκαλία, εργάζεται ως εκπαιδευτικός στη Λεόντειο Σχολή Νέας Σμύρνης. Είναι μέλος του Εικαστικού Επιμελητηρίου Τεχνών Ελλάδος και του Πανελληνίου Συλλόγου Αγιογράφων. Έχει συμμετάσχει σε πληθώρα ομαδικών εκθέσεων ανά την Ελλάδα. Συνεργάστηκε ως εικονογράφος με τις εκδόσεις «Ακρίτας», ενώ έχει φιλοτεχνήσει φορητές εικόνες για ιερούς ναούς και ιδιώτες. Απαντά στο [email protected]

 

Την έκθεση επιμελείται ο Ιστορικός Τέχνης Γιώργος Μυλωνάς

Διάρκεια έως 21/3/2020   

Ωράριο λειτουργίας:
Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή: 18.00-21.00
Τετάρτη: 11.00-14.00
Σάββατο: 11.00-15.00

 

 

 

 

 

 

 

 

«Το ίχνος της γραμμής» Δημήτρης Αγγελόπουλος

Δημήτρης Αγγελόπουλος
Μια σειρά από λάδια και σχέδια σε μικρά και μεγαλύτερα μεγέθη δείχνει στο Κέντρο Τεχνών «Μετς» ο Δημήτρης Αγγελόπουλος. Μετά την πρώτη του έκθεση στην Καπλανών, ο ζωγράφος φεύγει από την ασφάλεια του εργαστηρίου και πιάνει ένα χώρο, μαζί ονειρικό και πραγματικό. Τα λάδια του είναι ζωγραφισμένα με σκηνογραφική αντίληψη. Χωρίς να εγκαταλείπει τις κατακτήσεις του, τα πλαστικά του συμπεράσματα από την σπουδή του πορτρέτου, περνά στο σύγχρονο στάδιο της εργασίας του, σε ένα περιβάλλον φαντασιακό. Ανακαλύπτει δηλαδή την ποικιλία των στοιχείων που μπορούν να εκφράσουν τη διάθεσή του. Μπάζει έτσι δέντρα και κλαριά που φανερώνουν, ίσως, έναν εγκλωβισμό ή ζώα και πουλιά με τα οποία ταυτίζεται προβολικά ο ίδιος ή τα πρόσωπα που απεικονίζει. Είναι σαν όψεις της δικής του παρουσίας ή των προσώπων με τα οποία διασταυρώθηκε και γι’ αυτά αφιέρωσε φιγούρες εξωτικών ζώων στο τελάρο του.

Κι είναι φανερή η ανανέωσή του, όχι μονάχα μορφικά. Υπάρχουν στοιχεία φόβ και συχνά το χρώμα του κοιτά προς την παλέτα των «θηρίων» της γαλλικής ζωγραφικής. Επιμένει και προχωρά στην υλικότητα της ζωγραφικής. Όχι με την έννοια ότι απλώς βάζει πολύ πάστα. Όσο ένα έργο είναι χρώμα, σχέδιο, σχήμα, είναι και ύλη: πώς δηλαδή καταπιάνεσαι με το υλικό μέρος, γι’ αυτό και η ζωγραφική κατά ένα τρόπο, είναι η τέχνη της αφής. Η εικόνα, καθώς λέει ο Δασκαλάκης, αφηγείται ή, καλύτερα εικονογραφεί πράγματα, ενώ η ζωγραφική είναι πιο αφηρημένη και υποβλητική. Έτσι και αυτά που ο Αγγελόπουλος κάνει με μολύβι, έχουν μια αξιοθαύμαστη ματιέρα.Ο καλλιτέχνης παρουσιάζει για πρώτη φορά σχέδια. Το είδος αυτό της ζωγραφικής, που έχει μιαν αυτονομία στην περιοχή της τέχνης, είναι ίσως ένα από τα πιο δύσκολα μα και τα πιο εκφραστικά. Ο Αγγελόπουλος φτάνει συχνά σ’ ένα αποτέλεσμα που μπορεί να μετρηθεί ισότιμα με τους μεγάλους σε αξία ομοτέχνους του.

Ένα άλλο στοιχείο που αφορά τον καλλιτέχνη είναι η μεγάλη εργατικότητα, η απίθανη επιμονή του ζωγράφου, η ασίγαστη προσπάθειά του να κατακτήσει το υλικό και τις μορφές του. Σχεδιάζει ακατάπαυστα, ακούραστα, ψάχνει και την τελευταία γραμμή του, στήνει τις φιγούρες του με άρθρωση που τις κάνει να ζουν στο δικό μας χώρο, ν’ ανασαίνουν τον ίδιο με τον δικό μας αέρα. Στο κέντρο τεχνών «Μετς» δείχνεται μόνο ένα μικρό μέρος μιας μεγάλης παραγωγής που ο Αγγελόπουλος έχει στο εργαστήριό του τον τελευταίο χρόνο.

Με λιτά μέσα ο καλλιτέχνης φτάνει αισθητικά σε αξιοθαύμαστο αποτέλεσμα. Όταν ρίχνει χρώμα ξέρει να το ταιριάζει μετρημένα, θαυμάσια και η τοποθέτησή του επάνω στο χαρτί είναι τόσο όσο του χρειάζεται σαν τόνος. Εκεί όπου η χρωματική του διάθεση εκδηλώνεται με ένα ελάχιστο μέσο επάνω στο χαρτί είναι σα να μεταγράφει τις πυρετώδεις, γρήγορες πινελιές του Βαν Γκογκ, όχι βέβαια με λάδι, αλλά με χρωματιστά μολύβια.
Το σχέδιό του, όμως, προτιμά να το κρατά ήσυχο και κυριαρχημένο από τη δική του ήρεμη διάθεση. Κυρίως είναι η γραμμή του που τον βοηθά, γιατί έχει μια σπάνια ουσιαστικότητα. Έτσι που, χωρίς να χουν χρώμα, τα σχέδιά του έχουν μια δυνατή χρωματική της πλαστικής ατμόσφαιρας. Η μητέρα, το παιδί, η Μαρία με τα μάτια κλειστά είναι γερές συνθέσεις.

Ο Αγγελόπουλος ζωγραφίζει από αίσθημα. Η γραμμή του είναι το ξεχείλισμα από την προσωπική του συγκίνηση. Η τεχνική του ωριμότητα, σπάνια για την ηλικία του (είναι μόλις 26 χρόνων), μα και το καλλιτεχνικό ένστικτο που δε διδάσκεται, τον βοηθούν στην απόδοση της ιδέας του.

Τα σχέδια αυτά δεν είναι καθόλου κατώτερα, σαν επιτεύγματα, από τα άλλα, τα μεγάλα λάδια του. Τα έργα του αυτά έχουν μια δική τους ζωντάνια και ξαφνιάζουν τον θεατή με τα απρόοπτα εκφραστικά τους αποτελέσματα. Το ίχνος της γραμμής του Δημήτρη Αγγελόπουλου κάνει σταθερά βήματα προς τα μπρος και βρίσκεται στο δρόμο της πραγματικής δημιουργίας.

Την έκθεση επιμελείται ο Γιώργος Μυλωνάς

Διάρκεια έως 15/2/2020   

Ωράριο λειτουργίας:
Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή: 18.00-21.00
Τετάρτη: 11.00-14.00
Σάββατο: 11.00-15.00

PROJECT

Μέσα από μια δημιουργική συμβίωση, μέσα από προσωπικά ερωτήματα αλλά και γόνιμους κοινούς στόχους, οκτώ φωτογράφοι παρουσιάζουν στο Κέντρο Τεχνών «Μετς» ένα δείγμα μιας εργασίας που έχει τελειώσει ή που βρίσκεται σε εξέλιξη. Το «Project» όπως αποκαλούν την έκθεση των φωτογραφιών αυτών, «είναι ακριβώς το διάστημα ανάμεσα σε δύο ταξίδια», καθώς όλοι τους ομονοούν σε αυτό:

«Τι μας ελκύει να ασχοληθούμε φωτογραφικά με ένα θέμα όταν δεν πρόκειται για επαγγελματική παραγγελία ή για κάποιο πρόγραμμα μιας εκπαιδευτικής διαδικασίας; Είναι μια ανάμνηση από τα παιδικά μας χρόνια ή ένα βίωμα της ενηλικίωσής μας; Μια αίσθηση διαχρονική ή μια απρόσμενη ανακάλυψη; Είναι στην φύση των πραγμάτων να απομακρύνονται όσο πιο πολύ τα πλησιάζεις ή είναι η ψυχή μας που κρατάει ενδόμυχα τα μυστικά της; Όσο εμβαθύνουμε πλησιάζοντας στο κέντρο, αυτό διευρύνεται, η ματιά μας διαχέεται σε άλλα πεδία και το ταξίδι αποκτάει μια αυθύπαρκτη αξία, έτσι που το οπτικό σκέλος να προβάλλει σαν αυτοσκοπός.  Θα αρκεστούμε στις λίγες μαγικές στιγμές, τότε που μια χαραμάδα στην κουρτίνα θα αφήσει να μπει λίγο φως. Σ’ εκείνες τις φωτογραφίες-λάφυρα που μαρτυρούν το οπτικό ταξίδι. Στο τέλος  θα μείνει ο απολογισμός, η χαρμολύπη, η επιθυμία για μια νέα αρχή».

 

Στο «Project» συμμετέχουν οι: Βάσω Κοψαχείλη (Θάλασσα), Δημήτρης Κυρούσης (Χειμώνας), Κώστας Μασσέρας  (Πρόσωπα), Νάγια Παπασπύρου (Το Μουσείο), Σοφία Συριανού (Επιστροφή), Δημήτρης Φραγκούλης (Ζαγόρι), Κώστας Φραγκούλης (Ταξίδι), Ναυσικά Χαραλαμπίδου (Τα παιδιά).

 

Την έκθεση επιμελείται ο Κώστας Μασσέρας.

Διάρκεια έως 11/1/2020   

Ωράριο λειτουργίας:
Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή: 18.00-21.00
Τετάρτη: 11.00-14.00
Σάββατο: 11.00-15.00

«Οι εντιμότατοι φίλοι μου»

Μια σειρά πορτρέτων, φιλοτεχνημένων την τελευταία διετία από τον Αποστόλη Ιτσκούδη, ταξίδεψαν από την Αλεξανδρούπολη στην Αθήνα και το Κέντρο Τεχνών «Μετς». Η Μαρία, ο Συμεών, ο Νίκος και η Κική, πρόσωπα που ζωγραφίστηκαν από φυσικού (και λίγο από φωτογραφία) συνθέτουν μια μικρή ανθολόγηση από προσωπογραφίες που μας έρχονται από το οικείο περιβάλλον του ζωγράφου.

Τα κοντινά πρόσωπα του Ιτσκούδη είναι παραστατικά, με απόσταση όμως από τον φωτορεαλισμό. «Μέσα από τον τρόπο που δουλεύω τα τελευταία 5-6 χρόνια, αυτή την απαλοιφή, αυτό το “ξύσιμο” του καμβά, ακόμα κι εγώ ο ίδιος ξαναπλάθω την εικόνα, σαν θραύσματα όπου το οπτικό νεύρο προσπαθεί να το αντιληφθεί και να φτιάξει την εικόνα-μια καινούργια εικόνα» λέει ο ζωγράφος και συμπληρώνει: «Μέσα από τα πορτρέτα η μοναξιά του εργαστηρίου “εξαφανίζεται”. Το κορμί δονείται. Υπάρχει ένα μυστήριο στα πρόσωπα που σε προσκαλεί να το ανακαλύψεις, να τρυπώσεις μέσα του, βαθιά. Πάντα έχουν να σου διηγηθούν μια ιστορία, να σου φανερώσουν κρυφά μυστικά, να σου κρατήσουν συντροφιά. Άλλες φορές μπορεί και να μην λένε τίποτα. Το είδωλο μας στον καθρέφτη. Σαν να επιστρέφει η εικόνα μας πίσω. Δεν είναι απαραίτητα κακό. Υπάρχουν πρόσωπα που σε καλούν να τα αγκαλιάσεις, να τους μιλήσεις, άλλα που σε απωθούν η που έρχονται σ’ εσένα και σου ψιθυρίζουν δυο-τρεις λέξεις. Πάντα έχουν κάτι να πουν ακόμα κι όταν δεν λένε τίποτα».

Ο Ιτσκούδης συνθέτει με οικονομία, προσφέρει αληθοφάνεια αλλά δεν υπηρετεί την αναπαραγωγή. Αν και τον ενδιαφέρει η αποτύπωση του προσώπου, προτάσσει τη χειρονομία και την αίσθηση του χρώματος. Έχοντας πίσω του την κληρονομιά του φαγιούμ και των βυζαντινών, ο καλλιτέχνης βλέπει την πράξη της ζωγραφικής σαν προσευχή: «Είναι μια γέννηση και η γέννηση είναι ζωή. Επαφή με το μέσα μας, το θείο, το ιερό. Είναι μια πράξη αγάπης. Από μικρός αγαπούσα την επαφή με τους ανθρώπους, την επικοινωνία. Επικοινωνία μέσα από το βλέμμα, την ενέργεια, τις χειρονομίες, τις μυρωδιές. Μου άρεσε να τους παρατηρώ. Ακόμα και μέσα από τις φωτογραφίες, ειδικά τις παλιές, εκεί που η εικόνα, η μνήμη γίνεται αφήγηση. Γίνεται αναζήτηση προσωπική, επικοινωνία με τον εαυτό μας, την ιστορία (μας)».

Οι «εντιμότατοι φίλοι» του Ιτσκούδη, ως πολλαπλές εκδοχές του πορτρέτου, μοιάζουν αυθύπαρκτοι και μιλάνε μία σύγχρονη ζωγραφική γλώσσα, πυκνή σε περιεχόμενο. Δεν σε γελάνε, αλλά στα «ειλικρινή» πρόσωπά τους κρύβουν το αίνιγμα της ύπαρξής τους. «Η ζωγραφική, τα πορτρέτα είναι η ίδια η ζωή (για μένα). Γεννούν ζητήματα ύπαρξης, ζητήματα ζωής και θανάτου» λέει ο ζωγράφος που φέρνει το δικό του πρόσωπο πίσω από αυτά.

Την έκθεση επιμελείται ο Γιώργος Μυλωνάς.

O Αποστόλης Ιτσκούδης γεννήθηκε στην Αλεξανδρούπολη το 1985 και μεγάλωσε στη Ν. Ορεστιάδα. Διδάχτηκε σχέδιο και ζωγραφική στο εργαστήριο των Ν. Χριστοφοράκη και Λ. Μαρτζούκου (2003-2005) και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Φλωρεντίας το 2010. Διδάσκει σχέδιο και ζωγραφική από το 2012. Περισσότερα για τον ζωγράφο στο itskoudis.com

 

Διάρκεια Έκθεσης : Σάββατο 16 Νοεμβρίου έως 7 Δεκεμβρίου 2019.

 

Ωράριο λειτουργίας:
Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή: 18.00-21.00
Τετάρτη: 11.00-14.00
Σάββατο: 11.00-15.00

Έγκαίνια Έκθεσης Ζωγραφικής της Ιωάννας Κωνσταντίνου

Ο «μανιερισμός»

της Ιωάννας Κωνσταντίνου

Κοιτώντας το ζωγραφικό έργο της Ι. Κωνσταντίνου, έτρεξε ο νους μου πίσω, στα μεγάλα έργα των μανιεριστών δημιουργών του 16ου αιώνα οι οποίοι πρωταγωνίστησαν στην έκφραση μιας νέας αντίληψης για την τέχνη. Κυρίως στον Ποντόρμο που αψήφησε τους δασκάλους του στην πιστή αναπαραγωγή της φύσης και τράβηξε ένα δρόμο προσωπικό που ο Βαζάρι αποκάλεσε «maniera moderna».  Η «μανιέρα» δεν ήταν από την αρχή έννοια αρνητικά φορτισμένη. Έδειχνε αυτό που αντιτίθεται στην ακριβή αναπαράσταση της πραγματικότητας. Aπo  τη μία πλευρά υπάρχει η φύση, από την οποία ο καλλιτέχνης οφείλει να αντλεί στοιχεία, και από την άλλη υπάρχει η μανιέρα του καλλιτέχνη, δηλαδή το προσωπικό του ιδίωμα, με το οποίο διαφοροποιείται από τη φύση. Για τον Βαζάρι λοιπόν η μανιέρα είναι κάτι που χρειάζεται, αλλά πρέπει να εκδηλώνεται με μέτρο. Όταν αυτό ξεπερνιέται, τότε ο όρος μανιέρα χρησιμοποιείται με τρόπο υποτιμητικό.

 

Η Ιωάννα Κωνσταντίνου βεβαίως δεν επιχειρεί να μιμηθεί τον τρόπο των μανιεριστών. Το ποτάμι της ζωγραφικής έχει τραβήξει νέα κανάλια κι έχει εμποτιστεί με νέα υλικά. Έχοντας πια το βλέμμα του ανθρώπου που ζει στην ψηφιακή εποχή, όπου το τοπίο καταγράφεται με ψηφιακούς χάρτες, ελεύθερους για χρήση από το κινητό (googlemap), η Κωνσταντίνου αποτυπώνει μια νέα εκδοχή της τοπιογραφίας. Ζωηρά, πλακάτα χρώματα δεν απηχούν μοναχά τον Ποντόρμο και τον  Ρόσο∙ μαρτυρούν, ίσως, και το ξεκίνημά της πριν από τριάντα χρόνια στον αφηρημένο εξπρεσιονισμό, όπου η ζωγράφος θήτευσε στο καλλιτεχνικό ρεύμα του Παρισιού. Αλλά αυτό δεν στάθηκε ικανό να την παρασύρει από την συγκίνηση που προκαλεί η «ζώσα» παραστατική ζωγραφική.

Θάλασσα και βουνά φαγωμένα από το νερό, καταρράκτες, ηφαίστεια, δένδρα και λογής φυτά, ουρανοί που συμμετέχουν και δεν είναι απόμακροι, όλα σε μια κατάσταση πάλης. Ο θεατής βλέπει την τέχνη της ζωγράφου να προσπαθεί να αρπάξει τη βιαιότητα της φύσης, να την πιάσει στα χέρια της, όχι να την υποτάξει αλλά να τη νιώσει, να την κάνει να εκδηλωθεί, να τη βγάλει από το ειδυλλιακό της ύφος. Τα τοπία της Ιωάννας Κωνσταντίνου δεν είναι τοπία, είναι χώροι μιας τιτάνιας σύγκρουσης όπου το νερό μαίνεται και η δημιουργία είναι γέννα: πόνος και αίμα.

Ο Κωνσταντίνος Μπάσιος χαρακτηρίζει αυτή τη νέα ενότητα έργων ως «στροφή» σε μια πολυετή καλλιτεχνική διαδρομή. Σίγουρα, βλέποντας πώς διαχειρίζεται σήμερα η Κωνσταντίνου το τοπίο στο οποίο, χρόνια τώρα, προβάλλει τις καλλιτεχνικές της αναζητήσεις, δεν μπορεί παρά να συμφωνήσεις μαζί του. Είναι μια στροφή όπου η παραδοξότητα των όγκων και η απόδοσή τους με αυτά τα πυρακτωμένα χρώματα απηχεί έναν ιδιότυπο, εντελώς προσωπικό «μανιερισμό» με τον οποίο η φύση διυλίζεται στο διαυγές βλέμμα της ζωγράφου.

Εκ μέρους του Παύλου Κόρδη θα ήθελα να ευχαριστήσω τη ζωγράφο για την παρουσίαση της έκθεσης αυτής στο Κέντρο Τεχνών «Μετς». Συγχαρητήρια αξίζουν τέλος στον επιμελητή Κωνσταντίνο Μπάσιο καθώς και σε όλους τους συντελεστές ενός τόσο εμπλουτιστικού ταξιδιού στον έσω κόσμο ενός καλλιτέχνη.

 

Γιώργος Μυλωνάς

Κέντρο Τεχνών «Μετς»

 

Ωράριο λειτουργίας:
Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή: 18.00-21.00
Τετάρτη: 11.00-14.00
Σάββατο: 11.00-15.00

 

Διάρκεια Έκθεσης έως  5 Νοεμβρίου 

 

 

Περπατώντας πέρα από την Αθήνα

 

Σύγχρονοι Έλληνες φωτογράφοι μας κάνουν κοινωνούς μιας άλλης, αθέατης, ίσως, πόλης. Υπαινιχτικά κτήρια, θραύσματα από στιγμές, στρώσεις της ιστορίας, όλα αυτά συνιστούν μια υπερβατική ομορφιά που χάνεται στην καθημερινότητα και στους έντονους ρυθμούς της πρωτεύουσας. Μια ομάδα πέντε φωτογράφων – Ένη Κούκουλα, Κλεοπάτρα Κουρλαμπά, Κώστας Μασσέρας, Ηλίας Τσαουσάκης, Ναυσικά Χαραλαμπίδου – σηκώνουν το φακό ή το κινητό τους και συλλαμβάνουν εικόνες που αποκαλύπτουν ένα εσωτερικό, ψυχικό τοπίο της Αθήνας.

Αφορμή για την πρώτη φωτογραφική έκθεση που στήνεται στο Κέντρο Τεχνών «Μετς» στάθηκε η πρόσφατη έκδοση με τίτλο «Περπατώντας στην Αθήνα» του δημοσιογράφου και συγγραφέα Νίκου Βατόπουλου. Από το ξεκίνημά του στον Τύπο, τη δεκαετία του ’80, ο Βατόπουλος αποφάσισε να στρέψει το βλέμμα του στον αστικό ιστό. Στις περιηγήσεις του είχε πάντοτε μαζί του μια φωτογραφική μηχανή. Εκτός από τις ιστορίες που «περπάτησε» και μοιράζεται από το βιβλίο του με το αναγνωστικό κοινό, παρουσιάζει στο «Μετς» κι αυτές που «μιλάνε» μέσα από το φακό του. Εννιά ιστορίες περιδιάβασης από έναν μοναδικό ξεναγό.

Το «Μετς» (Ευγ. Βουλγάρεως 6) είναι ένα ιστορικό κτήριο, πρόσφατα ανακαινισμένο, που κλείνει μέσα του έναν αιώνα ζωής. Για τις εικόνες που ξετυλίγονται στους χώρους του και δίνουν την «κρυφή ζωή» της ίδιας της πόλης, εξηγούν οι συμμετέχοντες φωτογράφοι.

Ένη Κούκουλα
Αθήνα. Η πόλη ως μια αφορμή συλλογής « μικρών» εικόνων, θραυσμάτων από χώρους, στιγμές, φυτά, αντικείμενα . Το εξωτερικό ή το εσωτερικό δεν παίζουν ρόλο, συχνά μπορούν να εναλλάσσονται οι ρόλοι . Σημασία η ματιά, εκεί που σταματά το μάτι, εκεί που το ανθρώπινο ίχνος ή έχει ή θα περάσει. Το φως που βγαίνει από τα πράγματα.

Η πόλη ως ένα μικρό προσωπικό ημερολόγιο , εντάσσεται – σαν μικρό υποσύνολο- σε μια μεγαλύτερη φωτογραφική ενότητα της φωτογράφου με θέμα την «φωνή των πραγμάτων» δουλειά που έχει ξεκινήσει εδώ και τρία χρόνια (Ιανός 2015) και βρίσκεται σε εξέλιξη. Κάτι που «λάμπει» σε έναν χώρο, απομονώνεται από τον φακό με οδηγό το φως, την επιλεκτική μνήμη, την αίσθηση. Μετατρέπεται σε μια εικόνα αγαπημένη, παράξενη, ρομαντική ή σκοτεινή. Θριαμβευτής, το φως και οι σκιές του.

Κλεοπάτρα Κουρλαμπά Ένα δωμάτιο άδειο με παλιά έπιπλα, ρωγμές σε τοίχους, μια αφίσα πίσω από ένα παρτέρι, η πρόσοψη ενός κτιρίου φωτισμένου από τα νυχτερινά φώτα , η θέα από το πίσω μπαλκόνι, ένα φως που φωτίζει μια στενή λωρίδα ουρανού ανάμεσα σε δυο πολυκατοικίες.

Φωτογραφίζω χωρίς να έχω στο μυαλό μου κάτι πολύ συγκεκριμένο. αλλά συνήθως οι εικόνες της πραγματικότητας που με συγκινούν, αντικατοπτρίζουν μέσα μου μια αίσθηση αποστασιοποίησης, χωρίς την ανθρώπινη παρουσία, με τα ίχνη των ανθρώπων να με προκαλούν να ανακαλύψω τις ιστορίες που κρύβουν. Αταξινόμητα τοπία εσωτερικού και εξωτερικού χώρου που φτιάχνουν μια οικογένεια με δικά μου όνειρα που αφορούν υλικά της προσωπικής μου αφήγησης, στοιχεία της ψυχής μιας πόλης που «ζουν» δίπλα μου , αναπνέουν, αντιστέκονται και με γοητεύουν.

Κώστας Μασσέρας Ζω σε αυτή την πόλη. Κάνω τις βόλτες μου, φωτογραφίζω. Δεν είναι άσχημη, δεν είναι όμορφη. Είναι ακατάστατη, αναστατωμένη, ένα ηφαίστειο σε εξωτικό νησί, ένας σκουπιδοτενεκές που ξεχειλίζει. Αλλά έχει μια περίεργη , υπερβατική ομορφιά. Είναι στιγμές που όλα είναι εκεί που πρέπει αρκεί να είσαι διαθέσιμος να τα δεις. Αρκεί να μεγεθύνεις το ασήμαντο μέσα από το φακό σου. Τότε η Αθήνα σου αποκτάει ένα προσωπικό νόημα, ένα λόγο ύπαρξης. Γίνεται ένα σκηνικό σε θέατρο του παραλόγου. Μία ακρόπολη για να αμυνθείς, ένα καταφύγιο, και τότε καταλαβαίνεις πως μόνο εδώ θα μπορούσες να ζεις.

Ηλίας Τσαουσάκης «κοίτα ψηλά» Φωτογραφίζω με ένα κινητό τηλέφωνο. Αποτυπώνω αυτό που βλέπω. Κομμάτια της αστικής Αθήνας. Εκείνα που άλλαξαν και εκείνα που διατηρούν αναλλοίωτη τη φυσιογνωμία τους. Στρώσεις της ιστορίας, στοιχεία που σε καλούν να τα εντοπίσεις και να τα αγαπήσεις. Φωτογραφίζω σαν περιπατητής και παρατηρητής της δικής μου πόλης.
Για να περιγράψω, χωρίς λόγια τη στιγμή. Την καθημερινή εικόνα. Την αυθεντικότητα. Τις λιτές γραμμές. Την τόσο οικεία και κοντινή σκληράδα στη φθορά του χρόνου. Φωτογραφίζω, για να συγκρατώ και να μοιράζομαι εκείνες τις πλευρές της Αθήνας που με μαγεύουν. Αυτές που αλλάζουν γρήγορα, αυτές που παραμένουν απαράλλαχτες, αυτές που συνθέτουν το αστικό, καθημερινό μας τοπίο. Συνεχίζω να περπατάω κοιτάζοντας ψηλά. Να ανακαλύπτω. Περιπατητής μιας πόλης, που έχει σε κάθε γωνιά της ένα κρυμμένο μυστικό.

Ναυσικά Χαραλαμπίδου Ζω κοντά στο κέντρο της Αθήνας και κινούμαι στην ταχύτατη Λ. Συγγρού, στα πολύβοα Εξάρχεια, στο τουριστικό πια Κουκάκι, στο παράκτιο μέτωπο, στα προάστια. Μέσα από τον φακό έχω βρει έναν τρόπο να γοητεύομαι από τα σκοτάδια της πόλης, να διεισδύω στα καθημερινά και άχαρα αναζητώντας νέα νοήματα, κι ασυναίσθητα να συμφιλιώνομαι με τις κακοτοπιές του αστικού ιστού.

Τα εγκαίνια της έκθεσης θα πραγματοποιηθούν την Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου στις 19.30 και είναι ελεύθερα για το κοινό.

Την έκθεση επιμελείται ο Γιώργος Μυλωνάς

Ωράριο λειτουργίας:
Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή: 18.00-21.00
Τετάρτη: 11.00-14.00
Σάββατο: 11.00-15.00

Διάρκεια Έκθεσης έως 5 Οκτωβρίου

Elias Tsaoussakis, Nikos Vatopoulos, Eni Koukoula, Kleopatra Kourlampa, Nafsika Charalambidou, Costas Masseras

Οι εικόνες σήμερα

ΟΙ ΕΙΚΟΝΕΣ ΣΗΜΕΡΑ
Ύφος και λειτουργία
Η εικόνα ήταν ανέκαθεν για τον ελληνικό κόσμο γεγονός αναφοράς. Ενα γεγονός που γεννιέται σε μια αλληλουχία σχέσεων και παράγει, δημιουργεί σχέσεις. Η εικόνα είναι μίμηση της μορφής μιας υπόστασης ως προς ενα υποκείμενο που θεωρεί, υποδέχεται και ενεργεί. Η εικόνα κατά τούτο λογίστηκε πάντα ως λειτουργία. Ήταν πάντα λειτουργία και αυτό την ανάγκαζε να είναι ενα φαινόμενο που γίνεται διαρκώς εφόσον ολα τα στοχεία και οι συντελεστές του τρέπονται και μεταλλάσσονται.
Η εικόνα ως έκφραση της εκκλησιαστικής κοινότητας ακολούθησε αυτό τον ορισμό μέσα στους αιώνες, μορφώνοντας έτσι ενα τρόπο λειτουργίας που της επιτρέπει την ορατή έκφραση της εκκλησιολογίας, την οπτικοποίηση της κοινωνίας των προσώπων εν Χριστῷ.
Οι εικόνες της Εκκλησίας ήταν πάντα διφυείς, τρεπτές και άτρεπτες. Μετείχαν στην αιωνιότητα της αλήθειας αλλά μαζί και στην κίνηση της ιστορίας, των ανθρωπίνων πραγμάτων και της πολυκύμαντης ιστορίας των αισθητικών αξιών. Εξαιτίας αυτού αναπτύχθηκε και η ιστορία της εικονογραφικής τέχνης που φτάνει ως τις μέρες μας.
Σήμερα δυστυχώς, με επίδραση κυρίως διαφόρων σύγχρονων θεωρίων, οι εικόνες έχουν παγιωθεί και πολλοί σύγχρονοι εικονογράφοι αντιγράφουν φωτοτυπικά τα αριστουργήματα του παρελθόντος με την εντύπωση πως έτσι διασώζουν και διαφυλάσσουν την παράδοση. Όμως η παράδοση ήταν και οφείλει να είναι δυναμικό γεγονός που ανακεφαλαιώνει κυρίως τον λόγο της τέχνης, ενώ, κρατώντας αναλλοίωτες τις μορφές των εικονιζομένων, επαναπροσδιορίζει διαρκώς τον εικαστικό τρόπο σε διάλογο με την σύγχρονη εικαστική πραγματικότητα.
Η έκθεση εικόνων που ανεβαίνει στο Κέντρο Τεχνών Μετς στοχεύει ακριβώς να αναδείξει τις προσπάθειες που επιχειρούν πολλοί σύγχρονοι εικονογράφοι ανα τον κόσμο να συνεχίσουν την παράδοση που δεν μπορεί να σταματήσει να παράγει και να δημιουργεί.

Οι Εικόνες σήμερα.
Εικόνες φτιαγμένες με ποικιλία εικαστικών τρόπων και τεχνικών σε διάφορα σημεία του πλανήτη απο σημερινούς μαΐστορες της τέχνης των εικόνων, εκφαίνουν με τρόπο άριστο οτι είναι δυνατόν η εικονογραφική παράδοση να συνεχιστεί χωρίς να χάσει την προσανατολισμό και τον χαρακτήρα της.
Στις εικόνες των τριών Ρουμάνων εικονογράφων που συμμετέχουν ( Γ. Ποπέσκου, Γ. Τσιτούκ, Μ. Κόμαν) διακρίνεται η διάθεση μέσα απο την ανάδειξη των αφαιρετικών τάσεων που παραδοσιακά είχε η βυζαντινή ζωγραφική να δημιουργηθεί ενα εξαιρετικά σύγχρονο εικαστικό αποτέλεσμα που διατηρεί αλώβητη την παραδοσιακή του βάση.
Στις εικόνες του Ιβαν Πολβεράρι απο την Ιταλία, όπου τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται μεγάλη άνθηση της τέχνης των εικόνων, διαφαίνεται ένας κομψός διάλογος με την στυλιστική παράδοση της τέχνης των Κομνηνών (12-13αι.), ο οποίος, σε συνδυασμό με την χαριτωμένη και διακριτική αφαίρεση στην απόδοση της πλαστικότητας, οδηγεί σε ενα αποτέλεσμα εξαιρετικής ωραιότητας και ησυχίας.
Στις εικόνες του π. Σταμάτη είναι ορατή η συνομιλία της βυζαντινής παράδοσης με διδάγματα και κατακτήσεις του μοντερνισμού και άλλων σύγχρονων ρευμάτων. Το αποτέλεσμα ιδιαίτερα σύγχρονο και λειτουργικό. Σαφής απόδειξη πως ο εμπλουτισμός της παράδοσης δεν εχει όρια.
Στα χνάρια του και οι εικόνες του Κώστα Λάβδα που φτάνουν συχνά στα άκρα την εξπρεσιονιστική διάθεση, που πάντα υπήρχε στην βυζαντινή ζωγραφική, συνδυασμένη με δυνατή πλαστικότητα και καθαρό ωμό χρώμα που δημιουργεί συγκινησιακές δονήσεις πρωτόγνωρες.
Η ωραία και λειτουργική ανανέωση παραδοσιακών τύπων με τη ζωντάνια έργων που έγιναν με την καρδιά των δημιουργών και οχι με μανική προσκόλληση στην πιστότητα της αντιγραφής είναι ορατή στα έργα του εκ Κύπρου Γεωργίου Πέτρου, του Νεκτάριου Μαμάη, του Γιαννούλη Λυμπερόπουλου, στις μικρογραφίες του Χρόνη Βήχου , στις εικόνες της Slavica Mihailova και στις εικόνες της Χριστίνας Δουληγέρη οι οποίες αποπνέουν ειρηνική μνημειακότητα.
Η χαρούμενη σχεδόν μεταφυσική παιδικότητα στις εικόνες του Μπάμπη Πιλαρινού σε συνδυασμό με την απλότητα του σχεδίου και τη απαλή πρόσεγγιση της φόρμας οδηγεί την βυζαντινή ζωγραφική των εικόνων σε μια ιεροπρεπή τρυφερότητα παραπέμποντας σε παραδείσια αθωότητα.
Εξαιρετικά πρωτότυπη και η συνθετική προσέγγιση του Μάρκου Καμπάνη και η τάση του για μια σχεδόν κυβιστική απόδοση των στοιχείων που δίνει στις εικόνες του στοιβαρή απλότητα και λειτουργική μνημειακότητα.
Σπουδαία και η πρόταση των τριών εκ Σερβίας εικονογράρων, του Todor Mitrovic, της Biljana Jovanovic και της Milica Mišić οι οποίοι, διαθέτοντας κοινές αισθητικές αξίες και στυλιστικές λύσεις, δανείζονται στοιχεία απο στην παιδικότητα και απλότητα της λαϊκής ζωγραφικής των λαξευτών εκκλησιών της Καππαδοκίας, τα οποία συνδυάζονται άψογα με διδάγματα του μοντερνισμού. Το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικά ώριμο και εντυπωσιακά δομημένο.
Οι εικόνες σήμερα ειναι ζωντανές, κοσμούν και καλούν σε σχέση και κοινωνία.

Γ. Κόρδης

Ρεμπέτικο

Α. Τάσσος, Γ. Κόρδης, Φ. Βάρθης

Μεγαλωμένος σε αυτή την παράδοση, ο Γιώργος Κόρδης (γενν. 1956) δημιούργησε μια σειρά από 15 έργα που έγιναν με τον τρόπο της χάραξης, αλλά ψηφιακά, στην οθόνη του τάμπλετ. Ο ανήσυχος δημιουργός πέρασε όλη την οντογένεση της χαρακτικής, σαν ένα γραφικό είδος, και εκμεταλλεύτηκε τις δυνατότητες που δίνει το άσπρο-μαύρο προς όλες τις κατευθύνσεις. Είναι φανερό, όμως, πως δεν εγκατέλειψε ποτέ, σ’ ολόκληρη την εφαρμοσμένη περιπλάνηση της τέχνης του, την αναζήτηση της χαρακτικής ποιότητας. Το σχέδιό του αδρό, «λαξεμένο και άτσαλο», όπως είναι όλα τα επιτεύγματα του χεριού, δεν είναι ένα άψογο γραφικό επίτευγμα, μια τέλεια ψηφιακή αποτύπωση. Κι εδώ είναι η καινοτομία του Κόρδη: χρησιμοποιεί το ψηφιακό εργαλείο, αλλ’ αδιαφορεί για την «τελειότητά» του. Την ανανέωση ο Κόρδης τη ζήτησε μέσα στα όρια της τέχνης του, όχι έξω απ’ αυτήν.

«Για το εξώφυλλο θέλω πάντα Τάσσο» έλεγε η Σωτηρία Μπέλλου και οι δίσκοι της μεγάλης κυρίας του Ρεμπέτικου έφεραν την υπογραφή του Α. Τάσσου. Ο δάσκαλος της χαρακτικής αγάπησε το ρεμπέτικο τραγούδι και μαζί με τις εικονογραφήσεις εξωφύλλων για την Μπέλλου, το ύμνησε σε μια μνημειακή πομπή. Μας χάρισε σε τέσσερις ξυλογραφίες, τις Αρχόντισσες των ρεμπέτικων τραγουδιών, ισάριθμες κόρες-ιέρειες που κάνουν σπονδή στα χώματα της προσφυγιάς, εκεί όπου γεννήθηκε το ρεμπέτικο: Ανατολή, Δραπετσώνα, Κοκκινιά, Καισαριανή παίρνουν γυναικεία μορφή κρατώντας προσφορά το αρχετυπικό σύμβολο του μουσικού είδους, το μπαγλαμαδάκι. Τα έργα αυτά μαζί με τις ανεκτίμητες πλάκες που χάραξε ο Τάσσος για τις «Αρχόντισσες» παρουσιάζονται στο κέντρο Τεχνών «Μετς». Σε ένα αστικό σπίτι συγχορδίζονται τρεις γενιές δημιουργών: οι Α. Τάσσος, Γιώργος Κόρδης και Φώτης Βάρθης.

Βγαλμένος από τη μήτρα των μεγάλων μαστόρων της χαρακτικής, ο νεότερος Φώτης Βάρθης(γενν. 1983) είναι ένας γνήσιος δημιουργός που προτίμησε να εκφράσει με ένταση κι ευθύνη τα στοιχεία που κάνουν την τέχνη του τόσο παλιά και τόσο καινούργια. Τα «Ταμπαχανιώτικα» είναι μια σειρά έργων που αντλούν έμπνευση από τον ιδιαίτερο μουσικό χώρο των ρεμπέτικων όπως αυτά εκφράστηκαν στα αστικά κέντρα της Κρήτης και σαν εξέλιξη ενσωματώθηκαν στην μουσική παράδοση του νησιού. Κριτήριο για την επιλογή τους αποτέλεσε η θεματική των στίχων που εκφράζουν τον πόνο και την απώλεια. Χαράσσοντας επάνω στο ξύλο, ο Βάρθης επιχειρεί να βρει τις δυναμικές που θα μεταφέρουν την αδρότητα και την αμεσότητα των τραγουδιών. «Η χαρακτική», λέει ο δημιουργός, «είναι ένα μέσο ικανό να ψιθυρίζει και να κραυγάζει παρέα με αυτά τα ρεμπέτικα, να αγκαλιάσει και να αναδείξει το μεγαλείο και την ταπεινότητα της ποιητικής τους».

Το γεγονός πραγματοποιείται με την υποστήριξη της Εταιρείας Εικαστικών Τεχνών Α. Τάσσοςκαι επιμελητή τον Ιστορικό της Τέχνης Γιώργο Μυλωνά.

Εγκαίνια: Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2019, 19.30.

Διάρκεια έκθεσης: Σάββατο 23 Φεβρουαρίου– Σάββατο 6 Απριλίου 2019.

Ωράριο λειτουργίας

Κυριακή-Δευτέρα: κλειστά. Tρίτη-Πέμπτη-Παρασκευή, 18.00-21.00, Τετάρτη 11.00-14.00, Σάββατο, 11.00-15.00.

Τηλ. Επικοινωνίας: 21 1113 4262 [email protected]

Αθήνα Ενδοχώρα

Το ζωγραφικό αφήγημα υπό τον τίτλο «Αθήνα Ενδοχώρα» στήνει ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Νίκος Βατόπουλος.

«Ένα σπίτι στο Μετς. Αυτή η απλή αφορμή, τόσο αυθύπαρκτη, όμως, και πολυκύμαντη, μέσα στη μοναδικότητά της, προκαλεί ένα γεγονός. Περισσότερο, ορίζει ένα ψυχικό τοπίο μέσα στο οποίο η ίδια η Αθήνα βαθαίνει σε μία κολυμβήθρα κοινής μνήμης. Η έκθεση «Αθήνα Ενδοχώρα» εγκαινιάζει τον κύκλο ζωής ενός νέου χώρου, αφιερωμένου στο πνεύμα και στις τέχνες. Βρίσκεται σε μια γειτονιά με ιστορικό βάθος, χωνεμένη και αυτή στο σώμα της πόλης.

Ένα σπίτι της δεκαετίας του ’20 επιστρέφει στη ζωή της πόλης χάρη στην πρωτοβουλία του ζωγράφου Γιώργου Κόρδη και την επιμέλεια και οργάνωση του γιού του Παύλου Κόρδη με πρόθεση να δίνει στέγη και παρότρυνση σε δημιουργικούς ανθρώπους. Τριάντα επτά εικαστικοί καλλιτέχνες συμμετέχουν σε αυτήν την πρώτη έκθεση που επιχειρεί να συνδέσει το παρόν της δημιουργικής Αθήνας με ένα σώμα κοινής μνήμης ασάλευτο στον χρόνο». – Νίκος Βατόπουλος

Στο “ΜΕΤΣ” μας υποδέχονται οι εικαστικοί:

Νίκος Αγγελίδης, Δημήτρης Αγγελόπουλος, Γιάννης Αδαμάκης, Δημήτρης Αναστασίου, Καλλιόπη Ασαργιωτάκη, Ειρήνη Βογιατζή, Ανδρέας Γεωργιάδης, Φραγκίσκος Δουκάκης, Ειρήνη Ηλιοπούλου, Απόστολος Ιτσκούδης, Μηνάς Καμπιτάκης, Βασίλης Καρακατσάνης, Νίκος Κιτμερίδης, Νικόλας Κληρονόμος, Λήδα Κοντογιαννοπούλου, Σπύρος Κωτσάλας, Αλέκος Λεβίδης, Βασίλης Λιαούρης, Θανάσης Μακρής, Τίμος Μπατινάκης, Ράνια Μπέλλου, Γεωργία Μπλιάτσου, Γευσώ Παπαδάκη, Λίλα Παπούλα, Αχιλλέας Πιστώνης, Βασίλης Πούλιος, Γιώργος Σαλταφέρος, Βασίλης Σελιμάς, Βασίλης Σούλης, Αντώνης Σταβέρης, Φίλιπ Τάρλοου, Βαγγέλης Τζερμιάς, Νικόλας Τζούμας, Βιργινία Φιλιππούση, Κατερίνα Χαδουλού, Πάβλος Χαμπίδης, Αθηνά Χατζή.

Υπό την επιμέλεια του δημοσιογράφου και συγγραφέα Νίκου Βατόπουλου.

Newsletter

Αν θέλετε να μαθαίνετε πρώτοι τα νέα μας, δώστε ένα e-mail.

Εγγραφείτε στο Ενημερωτικό Δελτίο μας